- πλανερός
- -ή, -όαυτός που πλανά, ο απατηλός: Λόγια πλανερά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλανερός — ή, ό, Ν 1. αυτός που εξαπατά, παραπλανά, ο απατηλός («πλανερά λόγια») 2. (ιδίως για γυναίκα) αυτή που γοητεύει τους άνδρες εύκολα, ξεμυαλίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάνη + κατάλ. ερός (πρβλ. δροσ ερός, παγ ερός)] … Dictionary of Greek
αζάπης — Λέξη αραβοτουρκικής προέλευσης, που στους Βυζαντινούς και Ιταλούς, τον 14ο 16ο αι., σήμαινε τους πειρατές. Στους Οθωμανούς είχε την έννοια των άτακτων αντρών που συνόδευαν τις τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις και τους χρησιμοποιούσαν σε βοηθητικές… … Dictionary of Greek